Αρνητικός ο απολογισμός του καθεστώτος ημιαπασχόλησης στη Γερμανία
Η συντριπτική πλειοψηφία των θέσεων που δημιουργούνται με το πρόγραμμα ημιαπασχόλησης mini-jobs στη Γερμανία δεν οδηγεί στην αγορά εργασίας με κανονική απασχόληση εκτιμά το ίδρυμα κοινωνικών ερευνών Hans-Βoeckler, το οποίο πρόσκειται στα συνδικάτα σε έναν αρνητικό απολογισμό μίας από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις της γερμανικής αγοράς εργασίας.
Κατά το ίδρυμα σχεδόν το 90% αυτών των θέσεων εργασίας εντάσσεται στην κατηγορία των χαμηλόμισθων ή πολύ χαμηλόμισθων θέσεων και είναι το διαβατήριο για μια κανονική δουλειά μόνον για το 9% των 7,3 εκατομμυρίων ατόμων που τις καταλαμβάνουν.
Η έρευνα του ιδρύματος δείχνει ότι το 90% των mini-jobbers εργάζονται για λιγότερα από 9,76 ευρώ μεικτά την ώρα στη δυτική Γερμανία και για λιγότερα από 7,03 ευρώ την ώρα στην ανατολική Γερμανία, κάτι που τους εντάσσει στην κατηγορία των χαμηλόμισθων για τα γερμανικά δεδομένα.
Ο mini-jobber κερδίζει κατά μέσο όρο δύο φορές λιγότερα την ώρα από έναν πλήρως απασχολούμενο.
Οι θέσεις εργασίας αυτού του τύπου καθιερώθηκαν μεταξύ του 2003 και του 2005 από την κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ στο πλαίσιο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας.
Πρόκειται για δουλειές με αμοιβές που δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ μηνιαίως και μπορούν να υπάρχουν παράλληλα με ένα επίδομα κοινωνικής βοήθειας ή επιπλέον μιας εργασίας σε θέση πλήρους απασχόλησης.
Θεωρητικός στόχος τους είναι να δώσουν τη δυνατότητα στους άνεργους –κυρίως τους μακροχρόνια άνεργους– να επιστρέψουν στον κόσμο της εργασίας.
Οι περισσότεροι ημιαπασχολούμενοι είναι γυναίκες και πολλοί έχουν λίγα προσόντα. Σε αυτές προσφεύγουν πολύ συχνά οι τομείς των ξενοδοχοϋπαλλήλων και της εστίασης, του λιανικού εμπορίου ή των εταιρειών σέρβις.
Οι εργοδότες δεν καταβάλλουν για τις mini-jobs σχεδόν καθόλου δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης και, αν και οι ίδιοι οι υπάλληλοι δεν συνεισφέρουν, δεν έχουν δικαίωμα για τη λήψη κανενός επιδόματος υγείας ή ανεργίας.
To Hans-Βoeckler υπογραμμίζει τελικά ότι αντί να προτρέπει τους μακροχρόνια ανέργους να ξαναβρούν δουλειά, η ημιαπασχόληση συσσωρεύεται στην κοινωνική βοήθεια και δημιουργεί «έναν de facto μισθωτό που γλιτώνει τους φόρους».
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ
Κατά το ίδρυμα σχεδόν το 90% αυτών των θέσεων εργασίας εντάσσεται στην κατηγορία των χαμηλόμισθων ή πολύ χαμηλόμισθων θέσεων και είναι το διαβατήριο για μια κανονική δουλειά μόνον για το 9% των 7,3 εκατομμυρίων ατόμων που τις καταλαμβάνουν.
Η έρευνα του ιδρύματος δείχνει ότι το 90% των mini-jobbers εργάζονται για λιγότερα από 9,76 ευρώ μεικτά την ώρα στη δυτική Γερμανία και για λιγότερα από 7,03 ευρώ την ώρα στην ανατολική Γερμανία, κάτι που τους εντάσσει στην κατηγορία των χαμηλόμισθων για τα γερμανικά δεδομένα.
Ο mini-jobber κερδίζει κατά μέσο όρο δύο φορές λιγότερα την ώρα από έναν πλήρως απασχολούμενο.
Οι θέσεις εργασίας αυτού του τύπου καθιερώθηκαν μεταξύ του 2003 και του 2005 από την κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ στο πλαίσιο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας.
Πρόκειται για δουλειές με αμοιβές που δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ μηνιαίως και μπορούν να υπάρχουν παράλληλα με ένα επίδομα κοινωνικής βοήθειας ή επιπλέον μιας εργασίας σε θέση πλήρους απασχόλησης.
Θεωρητικός στόχος τους είναι να δώσουν τη δυνατότητα στους άνεργους –κυρίως τους μακροχρόνια άνεργους– να επιστρέψουν στον κόσμο της εργασίας.
Οι περισσότεροι ημιαπασχολούμενοι είναι γυναίκες και πολλοί έχουν λίγα προσόντα. Σε αυτές προσφεύγουν πολύ συχνά οι τομείς των ξενοδοχοϋπαλλήλων και της εστίασης, του λιανικού εμπορίου ή των εταιρειών σέρβις.
Οι εργοδότες δεν καταβάλλουν για τις mini-jobs σχεδόν καθόλου δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης και, αν και οι ίδιοι οι υπάλληλοι δεν συνεισφέρουν, δεν έχουν δικαίωμα για τη λήψη κανενός επιδόματος υγείας ή ανεργίας.
To Hans-Βoeckler υπογραμμίζει τελικά ότι αντί να προτρέπει τους μακροχρόνια ανέργους να ξαναβρούν δουλειά, η ημιαπασχόληση συσσωρεύεται στην κοινωνική βοήθεια και δημιουργεί «έναν de facto μισθωτό που γλιτώνει τους φόρους».
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ